- υπαντιώ
- -άω, Αβλ. ὑπαντιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπαντιάζω — και ὑπαντιῶ, άω, Α πηγαίνω να συναντήσω κάποιον («οἱ Σκύθαι... ὑπηντίαζον τὴν Δαρείου στρατιήν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀντιάζω / ἀντιάω «απαντώ, συναντώ»] … Dictionary of Greek